-
1 инерции
(сопр.) - της αδράνειας- кривошипа - τουστροφάλου, η απόσταση στροφάλου από τοκέντρο του δίσκου- поворота (ав.2. (сфера действия, распространениячего-л.) η ακτίνα, η εμβέλεια, ο τομέας, ηέκτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инерции
-
2 площадь
1. (пространство земли, предназначенное для чего-л или занимаемое чем-л) о χώρος, η έκταση, η επιφάνειαполезная - (в доме квартире) χρήσιμος -, κατοικίσιμος -посевная - της σποράς, производственная - παραγωγής (του εργοστασίου)2. тех. η επιφάνεια, η έκτασηлобовая - ав. μετωπική -3. (напр. города или села) η πλατεία 4. мат. το εμβαδόνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > площадь
-
3 сегмент
1. (мат., лингв.) το τμήμαшаровой - см. сферический - 2 (зоол.анат.) η περιοχή, το μέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сегмент
-
4 середина
-ы θ.η μέση, το μέσον• το κέντρο• η καρδιά•в -е пути στη μέση του δρόμου ή στα μισά του δρόμου•
бросить дело на -е παρατώ την υπόθεση στα μισά•
середина круга το κέντρο του κύκλου•
в -е зимы στην καρδιά του χειμώνα•
в -е века στα μέσα του αιώνα.
|| ενδιάμεση θέση, κέντρο, ουδετερότητα•держаться -ы κρατώ μεσαβέζικη θέση (στάση)•
в самой -е καταμεσής•
в самой -е дня το καταμεσήμερο•
в -е στη μέση, στο μέσο, στο κέντρο.
εκφρ.середина на половину – βλ. ίδια έκφραση στη λ. серединка. -
5 площадь
-и, γεν. πλθ. -и θ.1. πλατεία•красная площадь в Москве η Κόκκινη πλατεία της Μόσχας•
рыночная (базарная) площадь η πλατεία της αγοράς ή του παζαριού.
2. επιφάνεια, έκταση, χώρος•посевные -и σπαρμένες ή καλλιεργημένες εκτάσεις•
жилая площадь κατοικήσιμος (οικοδομήσιμος) χώρος.
|| εμβαδόν•площадь круга εμβαδόν του κύκλου.
-
6 квадратура
το εμβαδόνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > квадратура
-
7 радиус
радиусм ἡ ἀκτίς, ἡ ἀκτίνα:\радиус круга ἡ ἀκτίς τοῦ κύκλου· \радиус действия ἡ ἀκτίνα δράσης. -
8 квадратура
-ы θ.το.εμβαδό•квадратура комнаты το εμβαδό δωματίου.
εκφρ.квадратура круга – τετραγωνισμός του κύκλου (άλυτο πρόβλημα) και μτφ. για κάθε τι άλυτο. -
9 дуга
1. (тех., мат.) το τόξοвольтова - физ. βολταϊκό -рефлекторная - (мед.2. арх. η αψίδα 3. мор. (траловая) η δοκός στην οποία δένονται τα δίχτυα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дуга